☩
Κεφάλαιο
Πρώτο
Ο
ΚΑΛΟΣ ΛΥΚΟΣ
Μία
ποιμαντικὴ
μελέτη τῆς
ἐκδικητικῆς
ἀλαζονείας
καὶ
ὑποκρισίας
Ὁ ΠΟΙΜΗΝ περιέφραξε ἕνα πλούσιο βοσκοτόπι ἔξω ἀπὸ τὸ μαντρί. Κι ἔτσι ὁ λύκος, αἰσθανόμενος ξαφνικὰ ἀπογοητευμένος ὅσον ἀφορᾶ στὴν ἐκτέλεση τοῦ φυσικοῦ ταλέντου του, ταπεινωμένος καὶ παρεξηγημένος, κάνει μία ἐκτίμηση τῶν ἀπωλειῶν του, καί, γλείφοντας τὶς πληγές του, ἔρχεται στὸν ποιμένα γιὰ νὰ ἐνισχύσει τὴ θέση του καὶ νὰ ἐπιχειρηματολογήσει ὑπὲρ τῆς ὑπόθεσής του.
ΛΥΚΟΣ: Ἄκουσε, θὰ εἶμαι εἰλικρινὴς μαζί σου· καὶ οἱ δυὸ γνωρίζουμε τὶς σκληρὲς πραγματικότητες τῆς ζωῆς ποὺ μας κάνουν νὰ εἴμαστε σὲ ἐγρήγορση. Λίγοι εἶναι αὐτοὶ ποὺ ἔχουν αὐτὴ τὴ σκληρὰ κερδισμένη γνώση. Διότι ὅσο καλὸς καὶ ἐνάρετος μπορεῖ νὰ εἶναι κανείς, ἡ ζωή του, παρὰ ταῦτα, μπορεῖ νὰ γίνει μία ζωντανὴ κόλαση· καὶ βρίσκεις κάτι τὸ δίκαιο σ’ αὐτό; Ἂς πάρουμε τὸ δικό μας εἶδος γιὰ παράδειγμα. Ὑπάρχει κανένα ἄλλο ζῶο ποὺ νὰ κακολογήθηκε καὶ νὰ παρεξηγήθηκε περισσότερο ἀπὸ τὸ εἶδος μας; Θὰ εἶμαι τελείως εἰλικρινὴς μαζί σου. Ἐντάξει, εἶμαι ἕνας ἅρπαγας,[1] τὸ παραδέχομαι, δὲν τὸ ἀρνοῦμαι. Καὶ τὸ νομίζεις εὔκολο νὰ εἶναι κανεὶς ἅρπαγας; Ξέρεις ὅτι κι ἐμεῖς ἔχουμε ἐχθρούς; Ἡ καθημερινὴ ζωή μας εἶναι ἁπλῶς μία μάχη ἐπιβίωσης. Καὶ μόνο οἱ δυνατότεροι καὶ σκληρότεροι ἐπιβιώνουν. Λοιπόν, συμπάθα με, ἂν ἁπλῶς προσπαθῶ νὰ ἐπιβιώσω. Κι ἂν δὲν εἶναι ἁμαρτία τὸ νὰ ἐπιβιώνει κανείς, τότε ἡ σκληρότητα εἶναι ἀρετή.
Ἂν μποροῦσες νὰ δεῖς τὸ καλὸ ποὺ κάνω, θὰ συνεργαζόσουν μαζί μου. Διότι εἶναι πασίγνωστο ὅτι τὰ ἁρπακτικά εἶναι μία πολὺ χρήσιμη ρυθμιστικὴ δύναμη γιὰ ὅλα τὰ εἴδη. Εἶναι αὐτὰ ποὺ ἐλέγχουν τὴν αὔξηση τοῦ πληθυσμοῦ [ὑπερηφάνεια], ἀλλά, τὸ πιὸ σημαντικό, μὲ τὸ νὰ ξεσκαρτάρουν τὴ φύση καὶ νὰ ἐπιτίθενται στοὺς ἀδυνατότερους[2] – δηλαδὴ σ’ αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι ὄχι μόνο δὲν συνεισφέρουν ἀλλὰ καὶ μειώνουν τό ἐπίπεδο τῶν ὑπολοίπων– ἐπιτρέπουν στὰ εἴδη νὰ κρατηθοῦν σ’ ἕνα ὑψηλότερο ἐπίπεδο. Ἀλλά, γιὰ νὰ μπορέσει κανεὶς νὰ τὸ καταλάβει καὶ νὰ τὸ πιστέψει αὐτό, πρέπει νὰ εἶναι ὑπεράνω τῆς κοινῆς προκατάληψης καὶ νὰ κατανοεῖ ὅτι εἶναι καλύτερο νὰ θυσιάζονται οἱ πιὸ ἀδύνατοι,[3] ὥστε οἱ ὑπόλοιποι νὰ γίνονται πιὸ δυνατοί. Ἡ δική μου ἀποστολὴ σὲ τελευταία ἀνάλυση εἶναι νὰ ἀποβλέπω στὸ ὄφελος κι ὄχι στὴ βλάβη. Μόνο ἡ ἀδυναμία βλάπτει. Ἐφόσον αὐτὴ εἶναι ἡ φύση μου, δὲν μπορῶ παρὰ νὰ περιφρονήσω ὁποιαδήποτε ἀδυναμία, εἴτε δική μου, εἴτε τῶν ἄλλων. Τὸ λειτούργημά μου εἶναι ἡ διατήρηση τῆς δύναμης. Δύναμη εἶναι ἡ ἐπιβίωση, ἡ ἐπιβίωση εἶναι μία ἔνδειξη ἀνωτέρων χαρισμάτων, τὰ ἀνώτερα χαρίσματα δίνουν τὴ δυνατότητα σὲ κάποιον νὰ ὠφελεῖ τοὺς ἄλλους. Ὡστόσο, ἐνῶ ἐγὼ ἔχω αὐτὴ τὴν ὑψηλὴ κλήση καὶ τὴ γενναιόδωρη προθυμία νὰ διακονήσω τοὺς ἄλλους, αὐτὰ τί μοῦ ἀνταποδίδουν; Ἀφιερώνω ἕνα τόσο μεγάλο μέρος τοῦ χρόνου καὶ τῶν ἐνεργειῶν μου σὲ ἄλλους οἱ ὁποῖοι μὲ κανένα τρόπο δὲν εἶναι ἄξιοι γι’ αὐτά, θυσιάζοντας τὴν ἡσυχία μου καὶ μερικὲς φορὲς ρισκάροντας τὴ ζωή μου. Καὶ τί κερδίζω; κάθε λογῆς βρισιά.[4] Βεβαίως ὑπάρχουν μερικοὶ ἀπὸ μᾶς ποὺ τὸ παρακάνουν. Θέλουν ἁπλῶς νὰ κυριαρχήσουν ἢ νὰ χρησιμοποιήσουν τὰ ταλέντα τους γιὰ διασκέδαση. Ὅμως, μιὰ κι ἐγὼ θεωρῶ τὴν ἀποστολή μου ἱερή,[5] δὲν θὰ μποροῦσα ποτὲ νὰ κατέβω σ’ αὐτὸ τὸ ἐπίπεδο. Πράγματι, Θεέ, «εὐχαριστῶ σοι ὅτι οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ»[6] τῶν λύκων ἢ –καὶ μάλιστα– πρόβατο. Δὲν εἶμαι μόνο διαφορετικός, εἶμαι μοναδικός.
Ἐγὼ εἶμαι ὁ καλὸς λύκος. Γνωρίζω τὰ πρόβατα, καὶ τὰ πρόβατα μὲ γνωρίζουν. Φυσικὰ ἂν ἔλεγα: «καὶ τὴν ψυχήν μου τίθημι ὑπὲρ τῶν προβάτων», θὰ ἤμουν ὑποκριτὴς – τὸ μόνο ποὺ δὲν μπορῶ νὰ γίνω. (Καί, ἀλήθεια, ἔχεις ἄλλα πρόβατα ποὺ δὲν εἶναι ἀπ’ αὐτὸ τὸ ποίμνιο. Θὰ ἔπρεπε κι αὐτὰ νὰ τὰ φέρεις ἐδῶ.) Θ’ ἀκούσουν τὴ φωνή μου καὶ θὰ γίνουν ἕνα εὐπρεπέστερο ποίμνιο, κι ἐσὺ ὁ ἕνας καὶ μοναδικός τους ποιμένας.[7] Ἐκτὸς αὐτοῦ, θέλω νὰ ξέρεις ὅτι ὁ ἰσχυρισμὸς ὅτι οἱ λύκοι παρουσιάζονται μὲ ἔνδυμα προβάτου, στὴν οὐσία ἐπινοήθηκε γιὰ νὰ βλάψει τὰ πρόβατα – ἐφόσον αὐτὰ μᾶς ἔχουν ἀνάγκη – κι εἶναι ἕνας ἀβάσιμος καὶ δυσφημιστικὸς[8] μύθος. Κι ἐνῶ μπορεῖ νὰ ὑπάρχουν κάποιες μεμονωμένες περιπτώσεις, σὲ διαβεβαιῶ ὅτι οἱ δικές μου προθέσεις εἶναι καθαρὲς καὶ ἁπλές.[9] Εἶμαι λύκος κι εἶμαι περήφανος γι’ αὐτό, ἄρα λοιπὸν ποτὲ δὲν θὰ μειώσω τὸν ἑαυτό μου μὲ τὸ νὰ ντυθῶ μὲ ἔνδυμα προβάτου· καὶ μόνη της αὐτὴ ἡ ἰδέα μὲ ἀρρωσταίνει. Πίστεψέ με, ἐμεῖς οἱ δυὸ δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ εἴχαμε κανένα πρόβλημα στὸ νὰ φτάσουμε σὲ ἀμοιβαία κατανόηση, διότι ξέρω πόσο δύσκολο εἶναι τὸ ἔργο σου. Λοιπόν, γιατί εἶναι τόσο δύσκολο; Λόγω τῆς προσποίησης καὶ τῆς ὑποκρισίας τῶν προβάτων: δυὸ πράγματα στὰ ὁποῖα κανεὶς ποτὲ δὲν θὰ μπορέσει νὰ μὲ ξεγελάσει.[10]
Ἂν τὰ πρόβατα ὑποτίθεται ὅτι εἶναι πρᾶα, ταπεινὰ καὶ ὑπάκουα, γιὰ ποιὸ λόγο κάθε φορὰ ποὺ τὰ προσβάλλω μὲ προσβάλλουν κι αὐτὰ μὲ τὴ σειρά τους; (Ἕνα ἀπ’ τὰ χειρότερα ἀπ’ αὐτά, ἀπὸ καθαρὴ ἀλαζονεία[11] μοῦ εἶπε: «μὴ ἀποποιοῦ μου τὸ κρίμα· οἴει δὲ μὲ ἄλλως σοι κεχρηματικέναι, ἢ ἵνα ἀναφανῇς δίκαιος; Ἢ βραχίων σοί ἐστι κατὰ τοῦ Κυρίου, ἢ φωνὴ κατ’ αὐτοῦ βροντάς;»[12]) Δὲν ὑποτίθεται ὅτι αὐτοὶ ἔπρεπε νὰ «στρέψουν ἐμοὶ καὶ» τὸ ἄλλο μάγουλο; Γιατί ὅταν δοκιμάζω τὴν ταπείνωσή τους θυμώνουν; Δὲν λέει ἡ Γραφή: «Μὴ σπεύσῃς ἐν πνεύματί σου τοῦ θυμοῦσθαι»[13]; Καὶ γιατί ὅταν ἐγὼ τοὺς λέω νὰ κάνουν κάτι παρακοῦνε; Γιατί; Διότι δὲν εἶναι πρόβατα ἀλλὰ ἀπατεῶνες! Διότι ὁ καλύτερος τρόπος γιὰ νὰ κρύψεις μία τάση, πρόθεση ἢ χαρακτηριστικό σου, εἶναι προσποιούμενός το ἢ καλλιεργώντας τὸ ἀντίθετο.[14] Ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ διάσημους ἀναμορφωτές σας δὲν εἶπε: «ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν, εὐλογεῖτε τοὺς καταρωμένους ὑμᾶς, καλῶς ποιεῖτε τοὺς μισοῦντας ὑμᾶς, καὶ προσεύχεσθε ὑπὲρ τῶν ἐπηρεαζόντων ὑμᾶς καὶ διωκόντων ὑμᾶς;»[15] Εἶναι ἀνάγκη νὰ συνεχίσω; Ἐγὼ φταίω ἂν χάνω τὴν ὑπομονή μου μαζί τους; [16] Ἐντάξει, μπορεῖ νὰ εἶμαι λιγάκι ἀπότομος ·[17] δὲν τὸ ἀρνοῦμαι. Ἀλλὰ θὰ καθόμουν τώρα ἐδῶ νὰ συζητῶ μαζί σου, ἂν δὲν εἶχα κλίση γιὰ διόρθωση; Ἄλλωστε, τί εἶναι οἱ δικές μου ἀτέλειες μπροστὰ στὶς ἀηδιαστικὲς κακίες τους; Κοίταξε, δὲν εἶμαι ἄδικος ἀλλὰ δίκαιος.[18] Πόσες φορὲς ἐνῶ ἔχω περισσότερη δύναμη καὶ ἐξυπνάδα,[19] λυπήθηκα τὶς ζωὲς τῶν προβάτων, ἢ περιορίστηκα μόνο σὲ μία ἠχηρὴ προειδοποίηση; Λόγω τῆς αὐστηρῆς μου στάσης κατὰ τῆς ὑποκρισίας μὲ κατηγοροῦν ὅτι εἶμαι: ἄσπλαχνος, ἄπονος, σκληρός, ἢ ἀκόμα σαδιστής·[20] ἀλλ᾿ ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι εἶμαι ἀρκετὰ διακριτικός, ἐλεήμων,[21] καὶ μάλιστα φιλοπρόβατος.
Ἀνταποδίδω καλὸν ἀντὶ κακοῦ.[22] Ἔχω συχνὰ καταδεχτεῖ νὰ τὰ συμβουλέψω σχετικὰ μὲ τὸν σωστὸ καὶ ἀσφαλὴ τρόπο συμπεριφορᾶς ἀπέναντί μου, ἀλλά, μὲ λίγες ἐξαιρέσεις, αὐτὰ ἀδιαφοροῦν γιὰ τὴν καλοσύνη μου αὐτή, παρεξηγοῦν τὰ κίνητρά μου, κι ἐπίσης προσπαθοῦν νὰ βροῦν καὶ ψεγάδια σ’ ἐμένα! Ποιὰ –ἡ μᾶλλον τί– εἶναι αὐτά, γιὰ νὰ κατηγοροῦν ἐμένα;[23] Δὲν καταλαβαίνουν («οὐκ οἴδασι τί ποιοῦσι»[24])· διότι ἂν ἐγὼ δὲν μπορῶ νὰ ἐπικρίνω τὸν ἑαυτό μου, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ μὲ ἐπηρεάσει ἡ δική τους ἐπίκριση![25] Στὴν πραγματικότητα, αὐτὰ ἐξωτερικεύουν καὶ προβάλλουν σὲ μένα τὶς δικές τους κακίες καὶ τὰ πάθη – ποὺ ἐγὼ διόλου δὲν ἔχω – ὡς μία ἄμυνα γιὰ νὰ μὴ τὰ βλέπουν καὶ νὰ μὴ συνειδητοποιοῦν ὅτι τὰ ἔχουν μέσα τους. Ἐπιτίθενται ἐναντίον μου, γιὰ νὰ μὴν ἐπιτεθοῦν στὸν ἑαυτό τους, καὶ τότε τὰ βάζουν μαζί μου. Γιὰ νὰ δικαιολογήσουν τὴ δική τους ὑπερβολικὴ ἐπιθετικότητα, μεγαλοποιοῦν[26] τὴ δική μου. Ὁρισμένα νομίζουν πὼς ἐγὼ ἁπλῶς θέλω νὰ τὰ ἐξουσιάσω ἡ νὰ τὰ ταπεινώσω καὶ νὰ διαψεύσω τὶς ἀνάγκες καὶ τὶς ἐλπίδες τους καὶ δὲν βλέπουν πῶς ἐγὼ τὰ ἐκπαιδεύω ἀκούραστα, ἐπίμονα καὶ εὐεργετικά, ἀποσκοπώντας στὸ πραγματικὸ συμφέρον τους. Φταίω ἐγὼ ἂν αὐτὰ δὲν μοῦ δίνουν σημασία καὶ ξεχνοῦν ποιὸς εἶμαι; Θὰ μποροῦσα νὰ τὰ καταλάβω καὶ νὰ τὰ συμπονέσω ποὺ ζηλεύουν τὸ ὅτι εἶμαι ἄτρωτος καὶ ἀνεπίδεκτος παραβίασης, δίωξης καὶ τιμωρίας. Ἀλλ’ ὅλα αὐτὰ δὲν μοῦ δόθηκαν χωρὶς κόπο. Ἔχω δώσει ἀτελείωτες σκληρὲς μάχες γιὰ νὰ φθάσω στὸ νὰ εἶμαι τώρα ἀκαταμάχητος, [27] διότι εἶμαι ἀποφασισμένος νὰ θριαμβεύω. Συμφέρει σ’ αὐτὰ νὰ μὲ σεβαστοῦν καὶ νὰ μὲ φοβηθοῦν,[28] ἐφόσον δὲν τὰ ἀδικῶ – καθαρὸς οὐρανὸς ἀστραπὲς δὲν φοβᾶται– ἀλλὰ τὰ βοηθῶ νὰ ἀντιμετωπίσουν τὶς σκληρὲς πραγματικότητες τῆς ζωῆς καὶ νὰ καταλάβουν τὶς ἀδυναμίες τους. Βέβαια, κι ἐγὼ ἔχω ἀδυναμίες – ἀλλὰ τουλάχιστον δὲν προσποιοῦμαι πὼς δὲν τὶς ἔχω. Καὶ πῶς μπορεῖ νὰ περιμένει κανεὶς ὅτι ἐγὼ θὰ πρόσεχα καὶ θὰ διόρθωνα τὰ δικά μου ὅταν αὐτὰ συνέχεια μὲ προκαλοῦν; Ὁρισμένα ἀπ’ αὐτὰ (τὰ ἀποβράσματα τοῦ ποιμνίου) φαίνεται ὅτι ἔχουν ὡς μοναδικὸ σκοπό τους νὰ μὲ ρίξουν κάτω ἐκδικητικὰ μὲ ὁποιονδήποτε τρόπο, μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ μπορέσουν νὰ ἱκανοποιήσουν τὰ πάθη τους ἀνεμπόδιστα. (Θαυμάζω τὴν ἐπινοητικότητα αὐτοῦ τοῦ εἴδους τῆς ἐκδικητικῆς[29] ὑπερηφάνειας: χρησιμοποιοῦν μιὰ δημόσια ἐξομολογητικὴ ἐπίδειξη κάποιου κοινοῦ ἢ φανεροῦ ἐλατώματος ὡς τέχνασμα γιὰ νὰ ἀφοπλίζουν τοὺς ἄλλους κι ὡς ἀξίωση δικαίωσης,[30] ἀκριβῶς λίγο πρὶν νὰ κάνουν ἀτιμώρητα μιὰ κακόβουλη ἐπίθεση: τουλάχιστον ἐγὼ δείχνω ταπείνωση καὶ μετάνοια, ἀλλὰ ἐσύ…![31]) Βλέπεις γιατί μὲ μισοῦν;[32] εἶμαι «σκόλοψ τῇ σαρκί»[33] τους. «Οὐκ ἔστι δίκαιος οὐδὲ εἷς»;[34] Δὲν εἶναι ὅτι κρίνω ἐξ ἰδίων τὰ ἀλλότρια, ἀλλὰ διότι μὲ ἐξαναγκάζουν νὰ εἶμαι δύσπιστος, καχύποπτος, καὶ σὲ συνεχὴ ἐγρήγορση (σίγουρα θὰ μπορέσεις νὰ μὲ συμπονέσεις γι’ αὐτό; δὲν ξέρω ἂν θὰ ἔπρεπε νὰ τὰ εὐχαριστῶ ἢ νὰ τὰ καταριέμαι· κι εἶμαι περίεργος νὰ μάθω τὴ δική σου ἀντίδραση). Διότι ἂν ἀδρανήσω, θὰ μὲ ποδοπατήσουν[35] ἐν ριπῇ ὀφθαλμοῦ. Γίνεται ἕνας ἄγριος πόλεμος, κι ἐσὺ μιλᾶς γιὰ ἀγάπη – παρακαλῶ, ἂς εἴμαστε ρεαλιστές! Εἶναι δυνατὸ ν’ ἀγαπήσει κανεὶς χωρὶς νὰ ἔχει ἐπιθετικότητα; Ἡ ἐπιθετικότητα εἶναι τὸ πιὸ σημαντικὸ συστατικὸ τῆς ἀγάπης.[36]
Δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρχει ἀληθινὴ ἀγάπη χωρὶς ἐπιθετικότητα καὶ συγκρούσεις. Ἂν καὶ κοκκινίζω ἀπὸ ντροπὴ γιὰ τὶς ἧττες μου,[37] περηφανεύομαι γιὰ τὴν ἐπιθετικότητά μου διότι ἀποδεικνύει τὴν ἀγάπη μου: «ὅσους φιλῶ, ἐλέγχω καὶ παιδεύω».[38] Ὅσο γι’ αὐτά, μοῦ ἐπιτίθενται ἀπὸ συμφέρον καὶ ἰδιοτέλεια, κάνοντας ἔτσι ἀντιπερισπασμό, γιὰ νὰ τραβήξουν τὴν προσοχὴ μακριὰ ἀπὸ τὶς πολλὲς δικές τους κακίες, νὰ τὶς διατηρήσουν καὶ νὰ ἀποφύγουν νὰ τὶς προσέχουν. Ἐγώ; Ἁπλῶς προστατεύω τὸν ἑαυτό μου. Κι ἐνῶ κάνω ὅ,τι μοῦ ἐπιτρέπεται γιὰ νὰ τὰ βοηθήσω, δὲν ἐπιτίθεμαι ποτὲ πρῶτος, καὶ μόνο γιὰ αὐτοάμυνα. Ἂν αὐτὰ παραιτηθοῦν ἀπὸ τὴν ἄγρια καὶ ἐπιθετικὴ κακοβουλία τους, ἡ ὁποία ἐξυπηρετεῖ μόνο τὰ πάθη καὶ τὴν ὑποκρισία τους, τότε μπορεῖ ν᾿ ἀλλάξουν τὰ πράγματα. Ἂν ἀπαιτοῦσα ἀπὸ ἐσένα, ὦ ποιμένα, ἢ ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ πρόβατα, ἀποζημίωση γιὰ ὅλες τὶς πληγές, τὶς βρισιές, τὴ γελοιοποίηση, καὶ τὸ ἄγχος ποὺ ἔχω ὑποστεῖ,[39] πολλοὶ δὲν θὰ εἶχαν «ἀποδοῦναι»[40], καὶ θὰ ἔπρεπε νὰ παραιτηθοῦν ἀπὸ τὰ προνόμια καὶ τὰ δικαιώματά τους. Καὶ τί γίνεται μὲ τὰ δικά μου δικαιώματα; Δὲν ἔχω δικαιώματα; «Μὴ ἄδικος ὁ Θεὸς ὁ ἐπιφέρων τὴν ὀργήν;» Ὄχι; Τότε « μὴ γένοιτο »[41] ἐγὼ νὰ διαπράξω ἀδικία! Μόνο ἕνας βλάκας δὲν ἔχει ἀξιοπρέπεια, καί, μὰ τὸ Θεό, μοῦ χρωστᾶνε![42]
Γιατί ἔχω τόση αὐτοπεποίθηση; Διότι ξέρω ὅτι ἔχω δίκαιο.[43] Ἀλλά, ἂν ἐγὼ ἔχω δίκαιο, εἶναι μόνο διότι αὐτὰ ἔχουν ἄδικο. Ἂν αὐτὰ εἶχαν δίκαιο, τότε δὲν θὰ εἴχαμε καμιὰ διαφορά, διότι κι ἐγὼ ἔχω δίκαιο. Ἀλλὰ ἀφοῦ ξέρω ὅτι ἔχουν ἄδικο – πράγμα ποὺ ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὴν ἐχθρικὴ ἀντίδρασή τους ἐναντίον μου – αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ τεκμήριο ἀποτελεῖ ἐγγύηση τοῦ ὅτι ἔχω δίκαιο. Ἀκόμα καὶ χωρὶς αὐτὴ τὴν ἀπόδειξη, γιὰ νὰ διατηρήσω τὴ μοναδική μου θέση καὶ τὸ ὑψηλὸ ἐπίπεδό μου, ἁπλῶς πρέπει νὰ ἔχω δίκαιο καὶ νὰ εἶμαι ἀπρόσβλητος στὶς αὐτοαμφισβητήσεις καὶ στὶς αὐτομομφές. Ἔτσι, θυσιάζω ὁποιοδήποτε ἐνδεχόμενο κέρδος ποὺ θὰ εἶχα ἀπὸ τὴν ταπείνωση, γιὰ νὰ σώσω τοὺς ἄλλους. Ὅσο ἐγὼ ἀδυνατίζω, τόσο θὰ χάνεται τὸ ποίμνιο – καὶ ἐσὺ καὶ αὐτὰ μὲ χρειάζεστε. Ἂν ἔπαυα νὰ πιστεύω στὸν ἑαυτό μου καὶ στὴν ἀποστολή μου, ἀμέσως θὰ μὲ καταβρόχθιζε μία τόσο μεγάλη ἐνοχὴ καὶ αὐτοπεριφρόνηση[44] γιὰ ὅλα ὅσα ἔχω κάνει, καὶ θὰ μὲ κατάπινε[45] μία τόσο μεγάλη λύπη, ὥστε ἢ θὰ συντριβόμουνα τελείως,[46] ἢ θὰ ἔψαχνα νὰ βρῶ ἀνακούφιση μὲ τὴν αὐτοκτονία.[47] Ἄν, ἀπ’ τὴν ἄλλη πλευρά, ἁπλῶς ἐγὼ πέφτω ἔξω κι ὄχι αὐτά, τότε ἕπεται ὅτι πρέπει νὰ ἀποδεχθῶ τὴν ἐνοχή μου καὶ ν’ ἀρχίσω νὰ προσέχω τὸν ἑαυτό μου καὶ νὰ ἐργάζομαι ἐσωτερικά (κάτι τὸ ὁποῖο μου εἶναι ἐντελῶς ξένο καὶ τὸ ὁποῖο εἶμαι ἀπρόθυμος νὰ κάνω). Καί, γιὰ νὰ τὸ κάνω αὐτό, θὰ πρέπει ν’ ἀποσύρω τὴν προσοχή μου ἀπ’ αὐτά· κι ἔτσι, μόλις τὸ πάρουν εἴδηση θὰ μοῦ ἐπιτεθοῦν μὲ μανία.[48] Τότε δὲν θὰ ὑπάρχει κανεὶς πρὸς τὸν ὁποῖον νὰ στραφῶ, διότι, σὺν τοῖς ἄλλοις, εἶμαι κι ἕνας μοναχικὸς λύκος.[49]
Θέλω νὰ κάνω μιὰ ἐξομολόγηση: Εἶπα προηγουμένως ὅτι ἡ ἐπιθετικότητα εἶναι ἀπαραίτητη· ἀλλὰ τὸ δυσάρεστο ἐπακόλουθο καὶ συνέπειά της εἶναι: ἡ βία. Εἶναι ἀδύνατο ν᾿ ἀποφύγεις τὴ βία.[50] Ἡ μὴ βία εἶναι μύθος. Γίνε βίαιος ἢ νὰ ὑφίστασαι τὴ βία. Τί εἶναι βία; Ἡ βία εἶναι ταπείνωση. Ἡ ταπείνωσή μου εἶναι βία. Ἡ ταπείνωσή μου τοὺς κάνει βίαιους καὶ ἀσταθεῖς.[51] Ἡ ταπείνωση μπορεῖ νὰ σκοτώσει[52] καὶ εἶναι θανατηφόρα.[53] Ἔχω καλλιεργήσει ἐπιθετικὰ τὴν ταπείνωση σ᾿ ὅλη τὴ ζωή μου. Ἡ δικιά μου μορφὴ ταπεινώσεως εἶναι ἀρκετὰ φαύλη κι ἐπικίνδυνη.[54] Εἶμαι ταπεινὸς ἀναγκαστικὰ καὶ ἀδιάκριτα. Μὲ τὴν παραμικρὴ ἀφορμή, θὰ ταπεινώσω τὸν ἑαυτό μου. Μερικὲς φορὲς φοβᾶμαι ὅτι δὲν θὰ μπορέσω νὰ τὴν ἐλέγξω καὶ ὅτι ἄθελά μου θὰ βλάψω κάποια περήφανα πρόβατα[55]. Ψάχνω ἀφορμὲς νὰ ὑπερηφανευθῶ γιὰ νὰ χαλιναγωγῶ τὴν ταπείνωσή μου. Προσπαθῶ νὰ ἐλέγχω τὴν ταπείνωσή μου μὲ τὸ νὰ μὴν ὑποχωρῶ στὶς συζητήσεις καὶ μὲ τὸ νὰ στεναχωρῶ τὰ πρόβατα,[56] δηλαδὴ μὲ τὸ νὰ προσπαθῶ νὰ γίνομαι περήφανος. Ἀλλὰ δὲν τὸ πετυχαίνω, διότι ἁπλῶς καὶ μόνο προσποιοῦμαι.[57] Εἶμαι ἕνας ταπεινὸς ὑποκριτής.[58] Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ μὲ παρεξηγοῦν. Μοῦ λένε: ποτὲ δὲν θὰ κατορθώσεις νὰ γίνεις περήφανος · κι ἔτσι, μὲ στενοχωροῦν, καὶ κλαίω.[59] Φταίω ἐγὼ ποὺ εἶμαι ταπεινός; Ἐγὼ ζήτησα τὴν ταπείνωση; Εἶναι δίκαιο μόνο ἐγὼ νὰ ὑποφέρω ἀπὸ ταπείνωση; Ἐγὼ θέλω ὅλοι νὰ ὑποφέρουν ἀπὸ αὐτήν, διότι εἶμαι ἀνιδιοτελής. Ἀλίμονό μου, εἶναι μιὰ χαμένη μάχη, διότι ἡ ταπείνωση εἶναι πάθος. Δὲν εἶμαι κύριός της · αὐτὴ κυριαρχεῖ ἐπάνω μου.[60] Ἡ ταπεινὴ ἀλήθεια μὲ κάνει πολὺ εὐγνώμονα. Τὰ περήφανα ψέματα μὲ ἀγανακτοῦν. Ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, εἶμαι εὐτυχισμένος[61], ἀλλὰ ἂν μποροῦσα νὰ μοιράσω τὴν εὐτυχία μου μὲ τοὺς ἄλλους[62] θὰ ἤμουν εὐτυχέστερος[63]. Δὲν εἶμαι περήφανος γιὰ τὴν ταπείνωσή μου ἀλλὰ ντρέπομαι γι᾿ αὐτήν. Εἶμαι ἀνάξιος[64] νὰ εἶμαι ταπεινός, καὶ μοῦ ἀξίζει μόνο ἡ ὑπερηφάνεια, καὶ θὰ γινόμουν πρόθυμα περήφανος, ἂν ἔτσι τὰ πρόβατα γίνονταν ταπεινά.[65] Παρακαλῶ τὸν Θεὸ νὰ μοῦ δώσει τὴν ὑπερηφάνεια γιὰ νὰ τὴν ἀντιμετωπίσω πρόσωπο μὲ ἀπρόσωπο·[66] ἀλλὰ ἂν δὲν ἀπελευθερωθῶ ἀπ’ τὴν ταπείνωση ἡ ὑπερηφάνεια θὰ συνεχίζει νὰ μὲ ἀποφεύγει. Γιὰ νὰ γίνω περήφανος, πρέπει ἡ ταπείνωση νὰ μὲ ἐγκαταλείψει ἀπὸ μόνη της. Μέχρι νὰ γίνει αὐτό, ἐγὼ θὰ ὑποφέρω ἀπὸ τύψεις[67], κι οἱ περήφανοι ἀπὸ φθόνο.[68] Ἡ μηδαμινότητά μου εἶναι ἕνα χάρισμα ποὺ τὸ ζηλεύουν οἱ περήφανοι διότι αὐτοὶ εἶναι κάτι: μακάρι κι ἐμεῖς νὰ μὴν ἤμασταν τίποτα! Ἡ βία καὶ τὸ βάθος τῆς ταπεινώσεώς μου τοὺς τρελαίνει. Ἂν καὶ εἶμαι ἱκανοποιημένος,[69] ἡ ταπείνωση μὲ κάνει ν᾿ ἀγαπῶ πενθικὰ καὶ νὰ ὑποφέρω σιωπηλά.[70] Γιὰ μένα εἶναι ὑπόθεση ζωῆς καὶ θανάτου: ἡ ταπείνωση εἶναι ζωὴ κι ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι θάνατος. Τὸ σύνθημά μου εἶναι: ταπείνωση ἢ θάνατος. Συγχώρα με, σὲ παρακαλῶ· ἐγὼ εἶμαι ἡ ἁμαρτία.[71] (Μερικὰ ὅμως ἀπ’ τὰ πρόβατά σου κάνουν τὸ ἀντίθετο.)
Παρόλο ποὺ ἐκτελῶ τὸ καθῆκον μου, αὐτὰ εἶναι τόσο ἀχάριστα[72] καὶ φίλαυτα, ποὺ δὲν σέβονται οὔτε τὴ δική μου ἐξουσία, οὔτε τὴ δική σου – στὸ ἴδιο καζάνι βράζουμε. Ἐγὼ σέβομαι μόνο τὴν ἐξουσία, κι ἔτσι ὁ σεβασμός μου γιὰ σένα ἔρχεται ἀπὸ μόνος του κι εἶναι ἀληθινός. Κι ἐνῶ δὲν ἔχω τὴν ἐξουσία[73] ποὺ εἶχα ἔξω ἀπὸ τὸ μαντρί, ἔχω τόσο μεγάλη πίστη στὴ σοφία σου, ὥστε ποτὲ δὲν θὰ ἀμφισβητοῦσα τὶς ἀποφάσεις σου· ἔχω ἐπίσης πάρα πολλὴ ὑπομονή. Ἀλλὰ ἡ ὑπομονή μου ἐξαντλεῖται μὲ ὁρισμένα ἀπ’ τὰ πρόβατά σου. Πρόσφατα ἕνα ἀπ’ αὐτὰ εἶχε τὸ θράσος[74] νὰ μὲ ρωτήσει: «τίς σε κατέστησεν ἄρχοντα καὶ δικαστὴν ἐφ’ ἠμῶν;»[75] Κι ἐγὼ τοῦ ἀπάντησα[76] μὲ ἀγανάκτηση:[77] δὲν θὰ «εἶχα ἐξουσίαν οὐδεμίαν κατά σου εἰ μὴ ἦν μοι δεδομένον ἄνωθεν»,[78] καί: «πλανᾶσθε, μὴ εἰδότες τὰς γραφάς, μηδὲ τὴν δύναμιν τοῦ Θεοῦ.»[79] Δὲν λέει ἡ Γραφή: «πᾶσα ψυχὴ ἐξουσίαις ὑπερεχούσαις ὑποτασσέσθω, οὐ γὰρ ἐξουσία εἰ μὴ ἀπὸ Θεοῦ· αἳ δὲ οὖσαι ἐξουσίαι ὑπὸ τοῦ Θεοῦ τεταγμέναι εἰσίν. Ὥστε ὁ ἀντιτασσόμενος τῇ ἐξουσίᾳ, τῇ τοῦ Θεοῦ διαταγῇ ἀνθέστηκεν · οἱ δὲ ἀνθεστηκότες, ἐαυτοῖς κρῖμα λήψονται»;[80] Φυσικὰ ὅλη αὐτὴ ἡ διαλεκτικὴ δὲν εἶχε κανένα ἀποτέλεσμα, διότι τὸ μόνο πράγμα ποὺ αὐτὰ καταλαβαίνουν εἶναι ἡ κτηνώδης δύναμη. Ποτὲ δὲν θὰ ἀμφισβητοῦσα τὶς μεθόδους σου, ἀλλὰ καὶ ποτὲ δὲν θὰ δίσταζα νὰ καταφύγω σὲ ἐκφοβισμοὺς – ἁπλῶς μία πρόταση σοῦ κάνω.[81] Ὁπωσδήποτε, ἐφόσον ἔχεις τὴν πλήρη συνεργασία μου (εἶμαι στὸ ἔλεος σου), εἶμαι σίγουρος ὅτι τελικὰ θὰ πετύχεις νὰ τὰ κάνεις νὰ πάψουν νὰ μὲ ἀμφισβητοῦν, νὰ μὲ κριτικάρουν, νὰ μὲ γελοιοποιοῦν[82] καὶ νὰ μὲ βρίζουν.[83] Ὅσο γιὰ μένα, μπορῶ νὰ δηλώσω κατηγορηματικὰ ὅτι, ἂν συνεργαστοῦν μαζί μου, μπορῶ νὰ ἐγγυηθῶ ὄχι μόνο τὴ σωτηρία τους ἀλλὰ καὶ μεγάλη δόξα. Ἂν μοῦ δείξουν οἶκτο κι εὐσπλαχνία,[84] θὰ τὰ ἀνεβάσω ψηλὰ[85] καὶ θὰ τὰ κάνω ἄτρωτα[86] σὲ κάθε ἐπίθεση. Σ’ αὐτὰ θὰ δώσω «τὴν ἐξουσίαν ταύτην ἅπασαν»,[87] μόλις πάψουν νὰ ἀντιστέκονται καὶ γίνουν συνεργάσιμα .
Ὅμως, ὑπάρχει κάποιος ἀνάμεσά σας, πού, ἐνῶ δὲν θὰ τὸν ἔκρινα ποτέ,[88] ἔχει ταράξει ἐμένα, ἐσένα καὶ τὸ ποίμνιο, χωρὶς σταματημό, καὶ δὲν δίνει λογαριασμὸ σὲ κανέναν.[89] Ἀτιμάζει ἐσένα, τὸ ποίμνιο, κι αὐτὰ τὰ ἴδια τὰ μάλλινα ροῦχα ποὺ φοράει. Εἶναι ἀδιόρθωτος, ἄσωτος,[90] ἔχει τοὺς δικούς του νόμους, καὶ δὲν ντρέπεται νὰ μοστράρει κάθε λογῆς πάθος μπροστὰ στὰ μοῦτρα μου. Ἡ εὐαίσθητη φύση μου ταράζεται καὶ στεναχωριέται ἀπὸ μία τόσο ὑπερβολικὴ ἐξαχρείωση. Μ’ ἔχει σοκάρει, προσβάλει ἠθικὰ καὶ σκανδαλίσει. Δὲν ἔχω καμιὰ ἀξίωση, διότι δὲν μπορῶ νὰ ἰσχυριστῶ ὅτι εἶμαι ἅγιος. Ἁπλῶς κάνω μία ἔκκληση πρὸς τὴν ὀρθοφροσύνη[91] καὶ στὴ δικαιότατη κρίση σου. Κι ἐνῶ προσωπικὰ πιστεύω ὅτι καλύτερα «ἔκκοψον αὐτὸν»[92] καὶ στεῖλ’ τον στὸ σφαγεῖο, εἶμαι πρόθυμος νὰ ξεχάσω τὰ παλιά μου παράπονα,[93] καί, κάνοντας μία προσπάθεια ν’ ἀποδείξω ὅτι θέλω νὰ διορθώσω τὶς δικές μου ἀτέλειες, σὲ παρακαλῶ νὰ μοῦ ἐπιτρέψεις τὴν πρόσβαση στὴν περιοχή του.[94] Δὲν θὰ τὸν ἀγγίξω.[95] Οἱ Γραφὲς δὲν λένε: «καὶ συμβοσκηθήσεται λύκος μετὰ ἀρνός»;[96] Καί: «λύκοι καὶ ἄρνες βοσκηθήσονται ἅμα»;[97] Λυπήσου τὴν ὑπομονὴ[98] καὶ τὰ βάσανά μου, καί, «ἴνα πληρωθῶσιν αἱ γραφαὶ»[99] καὶ ἡ μοίρα, κάνε μου αὐτὴ τὴ μία χάρη, κι ὁ Θεὸς νὰ σ’ εὐλογεῖ.
☩
E Πίσω
στην Πύλη Επόμενο
Κεφάλαιο &
[1] Όσον αφορά στή σύγχρονη ελλαδική φιλολογία σχετικά μέ τόν ορισμό τού λύκου: σίγουρα τό κακό ούτως η άλλως θά σαρκοφαγεί: «καί φάγεται τάς σάρκας υμών ως πύρ», (Ιάκ. 5, 3) · τά δαιμόνια είναι «φιλόσαρκα», (πρβλ. Νείλου τού Μοναχού, ΕΠΕ 11Δ, σελ. 8) καί οι εμπαθείς «βοσκή δαιμόνων» (Κλίμαξ, Λόγος ΚΔ, κα), «καί ζητούντες παρά τού Θεού τών παθών βρώσιν αυτοίς η δι εννοίας η διά πράξεως» (ο.π., Λόγος ΚΣΤ, Β, μΔ)· αλλά διά μέσου τού πνεύματος, καί από πνεύμα άρπαγο - «λύκοι άρπαγες» (Ματθ. 7, 15). «...αρπάζεται ο νούς αυτού εις άλλο· καί τούτό εστιν η αρπαγή», (Βαρσανουφίου καί Ιωάννου ΕΠΕ Φιλ. 10Γ, σελ. 262). Λοιπόν, έχουμε δαιμονική αρπαγή, εναντίον τής θείας χάριτος. Γιά νά φάμε, πρέπει νά πάρουμε: «Λάβετε, φάγετε».
[2] Τήν
προτίμησή μου·
διότι είναι
εύκολοι
στόχοι. Ενώ «ψυχή
οξεία καί
απότομος,
πλήθει σκληρών
καί θυμοειδών
ανδρών
συμμιγνυμένη
καί
συνδιάγουσα»,
(βλ.
Κλίμαξ, Λόγο Η, ιΒ) δυσκολεύεται·
καί ιδιαίτερα
«εν συνοδία
αδελφών, καί
μάλιστα σκληροτάτων»,
Βλ. ο.π. Λόγο Η, κη.
Στό εξής οπου Λόγος
ενν. Κλίμαξ.
[3] «Πολλάκις ο ασθενέστερος, καί ταπεινότερος τή καρδία ευρίσκεται», (ο.π., Εις τόν Ποιμένα, μς). Καί γι αυτό τούς μισώ.
[4] Οι άλλοι λύκοι μού λένε: «Μή θαμβού καί τούς σούς προσφιλείς εχθραίνοντάς σοι θεώμενος», βλ. Λόγο ΚΣΤ, ιζ.
[5] Πρέπει νά ξέρετε οτι «..., έστι ουν επί γής εν τή τάξει αυτού καί υπηρεσία, εν ή τέτακται εξυπηρετείσθαι τώ Θεώ καί τοίς θεράπουσιν αυτού. Έν τισι γάρ πράγμασι, μάλιστα τοίς κατά παιδείαν καί ταπείνωσιν επαγομένοις ημίν παρά Θεού, η κατά οργήν αυτού, τέτακται καί ο διάβολος εξυπηρετείσθαι τώ προστάγματι Κυρίου, σύν τοίς πονηροίς αγγέλοις αυτού, ως δηλούσιν αι θείαι Γραφαί: «Εξαπέστειλε», γάρ φησιν «εις αυτούς οργήν θυμού αυτού, θυμόν καί οργήν καί θλίψιν, αποστολήν δι αγγέλων πονηρών», Ψαλμ. 77, 49, Αναστασίου Σιναίτου, ΕΠΕ Φιλ. 13 Β σελ. 340, 342.
[6] Λουκ. 18,11.
[7] Πρβλ. Ιωαν. 10, 14-16.
[8] «Ουδείς τών ευ φρονούντων αντείπη, οίμαι, μή εκ μίσους καί μνησικακίας τήν καταλαλιάν αποτίκτεσθαι», Λόγος Ι, α.
[9] «Εί τις εαυτόν υπό οιήσεως καί οξυχολίας, πονηρίας τε καί υποκρίσεως ευχερώς ηττώμενον θεάσαιτο» Λόγος Η, κη.
[10] «αυτοίς αι πικραί αμειδείς καί σκοτειναί τών εναντίων φάλαγγες» (Νείλου τού Μοναχού, ΕΠΕ Φιλ. 11 Δ΄, σελ. 344 ), «Μεγάλα νοσήματα υπεροψίας καί τύφου καί οιήσεως καί τών τοιούτων εν τοίς κρυπτοίς έχοντες ταμιείοις, τούς πολλούς τών ανθρώπων καί ημάς αυτούς πολλάκις λανθάνομεν διά τό ανεπίσκεπτον» ο. π., σελ. 68, 70.
[11] «Η γάρ έπαρσις γεννά τήν καταφρόνησιν καί τήν παρακοήν τήν ολεθρίαν» Αββά Δωρόθεου, ΕΠΕ Φιλ. 12, σελ. 268.
[12] Ιώβ, 40, 8-9.
[13] Εκκλ. 7, 10.
[14] «τά δέ τούτων εναντία, εκ τών εναντίων τών γεννητόρων αυτών αποτίκτονται» (Λόγος ΚΣΤ, κθ, σελ. 292). «Υπόκρισις εστί, σώματος καί ψυχής εναντία κατάστασις, επινοίαις πάσαις εμπεπλεγμένη» ο. π., Λόγος ΚΔ, κϘ. Βλ. καί Λόγο ΚΕ, μ.
[15] Ματθ. 5,44.
[16] «Διά τεσσάρων πραγμάτων η οργή πληθύνεται· διά τής δοσοληψίας καί τού κρατήσαι τό θέλημά σου καί τού θέλειν διδάσκειν καί τού λογίζεσθαι εαυτόν φρόνιμον είναι» Αββά Ησαίου ΕΠΕ Φιλ. 12, σελ. 80.
[17] «Δοκός εστι» βλ. Λόγο Η κγ. «εν τώ οφθαλμώ σου δοκόν ου βλέπων» Λουκ. 6, 42.
[18] Φυσικά «αλλ ουκ εν τούτω δεδικαίωμαι» Κορ. Α 4, 4. (Βλ. καί Λόγο ΚΕ, να). Αλλά «μή μοι είη δικαίους υμάς αποφήναι έως άν αποθάνω, ου γάρ απαλλάξω μου τήν ακακίαν μου. Δικαιοσύνη δέ προσέχων ου μήν προώμαι, ου γάρ σύνοιδα εμαυτώ άτοπα πράξας» Ιώβ 27, 5.
[19] Εγώ τούς λέω : «Πάλαιε πλανάν σου τήν φρόνησιν» πρβλ. Λόγο ΚΔ, κδ.
[20] Μά δέν είπε αυτός ο Αιγύπτιος, ο δικός σας: «πρόσεχε σεαυτώ, χαίρων, δερόμενος, ελεγχόμενος, υβριζόμενος, παιδευόμενος»; Βαρσανουφίου καί Ιωάννου ΕΠΕ Φιλ. 10 Β σελ. 26.
[21] Ενώ
«τά δέ σπλάγχνα
τών ασεβών
ανελεήμονα» (Παροιμ.
12:10)· καί «έλαιον
δέ αμαρτωλού
μή λιπανάτω
τήν κεφαλήν
μου» Ψαλ.
141,5.
[22] Ρωμ. 12, 17˚ Α Θεσσ. 5, 15˚ Α Πετ. 3, 9.
[23] «ατμίας υποδοχή ασμενεστάτη»υυυ (Λόγος ΚΕ, Η). Δέν ξέρουν οτι «ο δέ άφρων τάς μέμψεις καί τάς ελλείψεις εξερευνήσει» (βλ. Λόγο Ι, ιζ). Εγώ τούς λέω ακριβώς τό ίδιο οπως ο Αιγύπτιός σας: «Τί δυσχεραίνεις; τί φιλονεικείς; ... Απόθανε ταλαίπωρε, από παντός [λύκου]. Ειπέ τώ λογισμώ· ‘Τίς ειμι εγώ; γή, σπονδός καί κύων.’ Ειπέ, ‘καθάπαξ πράγμα ουκ έχω.’» Βαρσανουφίου καί Ιωάννου ΕΠΕ Φιλ. 10 Γ, σελ. 54.
[24] «Ελεεινόν επεσημηνάμην εν οργίλοις θέαμα, εξ οιήσεως αυτοίς λεληθότως συμβαίνον» Βλ. Λόγο Η, κζ.
[25] Μαζί μέ τόν πρώην Σαύλον θά έλεγα: «εμοί δέ εις ελάχιστόν εστιν ίνα υφ υμών ανακριθώ, η υπό ανθρωπίνης ημέρας˚ αλλ᾿ ουδέ εμαυτόν ανακρίνω» Α Κορ. 4, 3.
[26] Ώστε, «η πονηρία πάλιν, από οιήσεως καί οργής» πρβλ. Λόγο ΚΣΤ, κθ, σελ. 292.
[27] Αλλά τά πρόβατα από φθόνο μού λένε: «Έργον ημίν έστω αένναον, μηδέ ψιλή εννοία λογίζεσθαι ημάς τό οιονούν κεκτήσθαι αγαθόν· αλλά τό τούτου ακριβώς εκζητούντες ιδίωμα, σκοπήσωμεν, ει εν ημίν εστι, καί τότε πάντως ελλείποντας εαυτούς νοήσομεν» Λόγος ΚΣΤ, Β, μς.
[28] Διότι εγώ είμαι «ο επιβλέπων επί τήν γήν καί ποιών αυτήν τρέμειν» Ψαλμ. 103, 32.
[29] Μήπως δέν ξέρετε οτι «καί έστι πνεύματα, ά εις εκδίκησιν έκτισται, καί εν θυμώ αυτών εστερέωσαν μάστιγας αυτών» (Αναστασίου Σιναίτου, ΕΠΕ 13 Β, σελ. 244) «Ο διάβολος καί εχθρός εστι τού Θεού καί εκδικητής» (ο.π, σελ. 342) «Καί εκδικητής δέ, οταν, γυμνώσας τό πρός ημάς μίσος ως ήδη γενομένους αυτώ διά τήν αμαρτίαν υποχειρίους, εξαιτείται τήν καθ ημών τιμωρίαν» ο.π., σελ. 344.
[30] Καί οπως τό περιγράφει η λεγόμενη κλίμαξ: «εαυτόν ως κενόδοξον επί τινων καταμέμφεται, καί διά τού ψόγου δόξαν εαυτώ πραγματεύεται» Λόγος ΙΖ, γ, σελ. 224.
[31] «ο δίκαιος εν πρωτολογία εαυτού κατήγορος γίνεται» (Παροιμ. 18, 17) «καί δαιμόνων [δηλ. προβάτων] πανουργίαν εκπληττόμενος, τής εαυτού ζωής μικρού δείν απεγίνωσκον» πρβλ. Λόγο Η, κζ.
[32] Είναι «δικαιοσύνης μίσος» (βλ. Λόγο Θ, β) Καί «οργή εστιν, επιμονή κεκρυμμένου μίσους ήγουν μνήμη μνησικακίας. Οργή εστιν, επιθυμία κακώσεως τού παροξύναντος» ο.π., Λόγος Η, ε.
[33] (Β Κορ. 12,7). Άλλοτε είμαι «ψυχής ήλος πεπηγώς» Βλ. Λόγο Θ, β.
[34] Ψαλ. 13, 1 · Ρωμ. 3, 10.
[35] Όπως λένε τά σαδιστικά πρόβατα: Τόν πεσόντα λακτίσαι. Διότι πιστεύουν οτι «...λακτιζόμενος καί πατούμενος, τόν τή εσθήτι τής ψυχής αυτού ενυπάρχοντα ρύπον αποπλύνη» Λόγος Η, κη.
[36] «Παράλληλα με την ισχυρή αγάπη υπάρχει πάντα και μια ισχυρή επιθετική τάση», Σ. Φροϋντ, ΝΣΠ 33.
[37] Καταλαβαίνω εάν «διά τήν ήτταν πάλιν ωργίζοντο», καί οτι «επί τή τούτου εργασία [τών παθών] καθ εαυτού οργίζεται» (Λόγος Η, κζ, καί ΙΖ, γ)· διότι σκέφτονται: «εγώ ελεγχομένη ου πονώ˚ εγώ ψευδευλαβεία συμπλέκομαι» ο.π., Λόγος ΙΖ, ε, σελ. 226.
[38] (Αποκ. 3,19). Αλλά τά πρόβατα «πρός απολογίαν οι τού κακού εργάται απεκρίνοντο˚ ως εξ αγάπης καί φροντίδος τού καταλαλουμένου τούτο ποιούσιν» (Λόγος Ι, γ). Ενώ οφείλουν νά ξέρουν «ου μέντοι καί τύψον» ο.π., βλ. Λόγο Η,κγ.
[39] «ίνα εκείσε εξ ύβρεων καί ατιμιών, προσέτι δέ τών δι αδελφών τρικυμιών τεινόμενος καί νοερώς τυπτόμενος η τάχα που καί αισθητώς ξεόμενος» Λόγος Η, κη.
[40] Ματθ. 18,25, Λουκ. 7,42.
[41] Ρωμ. 3, 5, 6.
[42] Αυτοί μού λένε: «Μνησικακών μνησικάκει δαίμοσι» (Λόγος Θ, η), γιά ν αποσπάσουν τήν προσοχή μου. Καί « ο γάρ δαίμοσι μνησικακών, ανθρώποις [δηλ. προβάτοις] ου μνησικακεί» Νείλου τού Μοναχού ΕΠΕ Φιλ. 11 Β σελ. 228.
[43] Αλλά «ούτως εαυτώ πιστεύει· σκόλοψ γάρ καί βάρος τώ ταπεινώ τό οικειόπιστον κτλ.» Λόγος ΚΕ, ν.
[44] «Ταπεινοφροσύνη εστίν, άβυσσος ευτελείας» Λόγος ΚΕ, κε.
[45] «καταποθή» Β Κορ. 2, 7.
[46] «Συντριμμός εστι, πτώματος γέννημα» Λόγος ΚΕ, λζ.
[47] «καί απελθών απήγξατο» (Ματθ. 27, 5)· «τόν κύνα τής απογνώσεως» (ο.π. Λόγος ΚΕ, λζ).
[48] «Ώσπερ ο λέοντι μαχόμενος, εάν ρεμφθή τό όμμα, ευθέως απόλλυται» Λόγος ΚΣΤ, Γ, λβ.
[49] «Ει είς λύκος, ως προέφημεν, δύναται εκταράξαι ποίμνην, δαίμονα συνεργόν κεκτημένος» Λόγος Η, κε.
[50] «Πώς άν δυνηθείημεν καταπαλαίσαι τήν ... αμαρτίαν; Βίας χρεία. ... Τή δέ βία τήν βίαν λύειν, ουκ απείρηται τοίς νόμοις. ... ίνα εκβιάσηται τήν κακίαν, τήν αεί πρός τό χείρον βιαζομένην ημάς» Ιωάννου Καρπαθίου, ΕΠΕ ΦΙΛ. 9, σελ. 420, 422.
[51] «Νύν δέ ζητείτέ με αποκτείναι» Ιω. 8, 40.
[52] «Πάντων θηρίων αισθητών αναιρετική η έλαφος, νοητών δέ η ταπείνωσις» Λόγος ΚΣΤ, Γ, ε.
[53] «Ως ουκ έστι χωρίς οπλου θηρίον απολέσαι, ούτως ουδέ χωρίς ταπεινώσεως αοργησίαν κτήσασθαι» Λόγος ΚΣΤ, Γ, κζ.
[54] «ακινδύνως φέρειν ταύτην ου δύναμαι» Λόγος ΚΕ, λθ.
[55] «καί πολλάς ψυχάς ταπεινώσας έπληξε» Λόγος Η, κα.
[56] «Ου μεριμνήσουσιν οι τοιούτοι ανθρωπίνου προσκόμματος» βλ. Λόγο ΚΕ, μ.
[57] «καί μία αύτη εστίν αρετή τοίς δαίμοσιν αμίμητος» Λόγος ΚΕ, ις.
[58] «Πού γάρ εν αυτή [δηλ. τή ταπεινοφροσύνη] υποκρίσεως ιός εμφανίζεται; » Λόγος ΚΕ, θ.
[59] «Λύπη δέ εξ ανάγκης έπεται τώ μή εις έργον δι ασθένειαν προελθόντι θυμώ» Νείλου τού Μοναχού ΕΠΕ Φιλ. 11 Γ σελ. 106.
[60] «αι εμού αντίδικοι, υφ ών νύν περιέχομαι δέσμιος»· «εξ ακουσίου προλήψεως» βλ. Λόγο Η, λα, ιγ.
[61] «ανήδονος αίσθησις εν ηδύτητι πικρίας αγαπωμένη» βλ. Λόγο Θ, β.
[62] «Ουκ έστιν εν τή ταύτης [ταπεινοφροσύνης] συναφεία μίσους εμφάνεια» Λόγος ΚΕ, θ.
[63] Τό αντίθετο θά ήταν: Είμαι μίζερος, αλλ άν μπορούσα νά κάνω καί τούς άλλους μίζερους, θά αισθανόμουν καλύτερα, διότι έτσι θά λιγόστευε η μιζέρια η δική μου. Βλ. υποσημείωση 20.
[64] «αναξίους εαυτούς τού τοιούτου πλούτου λογιζόμενη» Λόγος ΚΕ λδ.
[65] (Ρωμ. 9, 3) «οτι λύπη μοι εστίν μεγάλη, καί αδιάλειπτος οδύνη τή καρδία μου· ηυχόμην γάρ αυτός εγώ ανάθεμα είναι από τού Χριστού υπέρ τών αδελφών μου».
[66] Εφόσον αυτοί οι άγγελοι δέν «βλέπουσιν τό πρόσωπον τού πατρός» (Ματθ. 18, 10), χάνουν τό πρόσωπό τους· οι υποστάσεις τους είναι α-πρόσωπα, διότι οι αποστάτες αποστατούν. «Φεύξονται οι μισούντες αυτόν καί ημάς, από προσώπου αυτού καί ημών» (Κλίμαξ, Λόγος ΚΣΤ, κε, πρβλ. Ψαλμ. ξζ Β. Eng. face-deface - εξαλείφω, Latin: facies.) Ώστε οι αποστάτες έχουν μιά εξαλειπτική δύναμη.
[67] «Ώστε ουν κενωθήναι τό φύσημα τής ψυχής, αναγκαίως ο δαίμων εφέστηκε πιέζων καί εξελέγχων τόν πεφυσιωμένον» Νείλου τού Μοναχού, ΕΠΕ 11Δ, σελ. 38.
[68] «ούς
διά φθόνον
εμίσησεν» Αναστασίου
Σιναίτου, ΕΠΕ 13
Β, σελ. 412.
[69] « Η υπόκρισις, εξ αυταρεσκείας καί ιδιορρυθμίας» Λόγος ΚΣΤ, κθ, σελ. 292.
[70] «καί ο μέν δέδηκται μέν καί τετάρακται, σεσιώπηκε» βλ. Λόγο Η, κθ.
[71] «Μνησικακία εστί, ... διηνεκής αμαρτία» βλ. Λόγο Θ, β.
[72] Ακούστε τί είπε ένας δικός σας αββάς προβάτων: «Εν παντί αμαρτήματι εταπείνωσεν ημάς ο διάβολος καί οφείλομεν ευγνώμονες γενέσθαι τής ταπεινώσεως ημών· οι γάρ ευγνώμονες γενόμενοι τής ταπεινώσεως αυτών συντρίβουσι τόν διάβολον» Αββά Ζωσιμά ΕΠΕ Φιλ. 12, σελ. 142.
[73] «Αρχή, ...τινί γέγονεν υψηλοφροσύνης υπόθεσις» Λόγος ΚΕ, νε.
[74] «Συμπλέκεται τή ανδρεία ο τύφος, ώσπερ ο λεγόμενος σμίλαξ τή κυπαρίσσω» Λόγος ΚΣΤ, Β, μς.
[75] Εξόδ. 2, 14.
[76] «κάν άλογοι οι ερωτηθέντες τυγχάνωσιν, αλλ ο λαλών, άϋλος καί αόρατος» λύκος · Λόγος ΚΣΤ, Β, Β.
[77] «Ο υψηλόφρων μοναχός αντιλέγει μέ σφοδρότητα, ενώ ο ταπεινόφρων δέν γνωρίζει ούτε νά βλέπη τόν άλλον αντιπρόσωπα» Λόγος ΚΒ, ζ.
[78] Ιω. 19, 11.
[79] Ματθ. 22, 29.
[80] Ρωμ. 13, 1-2.
[81] Από «τόν υποβάλλοντα δαίμονα» πρβλ. Λόγο Ι, ε.
[82] «δίκαιος ανήρ καί άμεμπτος εγενήθη εις χλευασμόν» Ιώβ, 12, 4. βλ. καί ΕΠΕ Φιλ. 13Β, σελ. 454.
[83] Αυτά τά μισόλυκα πρόβατα μού λένε κοροϊδευτικά: «πίστευε οτι φάρμακά εστιν ιατρικά τής υπερηφανείας τής ψυχής σου αι ατιμίαι καί αι ύβρεις, καί υπερεύχου τών λοιδορούντων σε ως ιατρών αληθινών, πεπεισμένος ως ο μισών ατιμίαν μισεί ταπείνωσιν καί ο φεύγων ερεθίζοντας φεύγει πραότητα» Αββά Δωρόθεου ΕΠΕ Φιλ. 12, σελ. 618.
[84] Διότι «εν γάρ τή μακροθυμία ο Κύριος κατοικεί, εν δέ τή οξυχολία ο διάβολος» ( Ερμά, ΕΠΕ Απ. Πατ. 4, σελ. 438) «Όταν οξυχολία σοί τις προσπέση η πικρία, γίνωσκε οτι αυτός εστιν εν σοί », ο.π. σελ. 444.
[85] « Ώσπερ οι κλίμακα αναβαίνοντες σαθράν κινδυνεύουσιν, ούτω πάσα τιμή καί δόξα καί δυναστεία, τή ταπεινοφροσύνη αντικείμεναι, τόν έχοντα καταβάλλουσιν». (Λόγος ΚΣΤ, Γ, λγ). «Η μέν μετάνοια ανιστά» Λόγος ΚΕ, ιδ.
[86] «αγάπη καί ταπείνωσις˚ η μέν γάρ υψοί, η δέ τούς υψωθέντας διακρατούσα ουδέποτε πίπτειν εά» Λόγος ΚΕ, λς.
[87] Λουκ. 4,6.
[88] «ή, μή αμαρτήσαντας, τούς αμαρτάνοντας κρίνειν˚ ίνα διά τού δευτέρου τό πρώτον οι φόνιοι μολύνωσι» Λόγος Ι, ιγ.
[89] «οι κακοί τών αλλοτρίων λογοθέται» βλ. Λόγο Ι, ι.
[90] «καί όν κατέκρινα ως πόρνον» βλ. Λόγο Ι, ς.
[91] «αφορμής δήθεν ευλόγου» βλ. Λόγο Η, ιη.
[92] Λουκ. 13, 7.
[93] «τήν πρός αυτόν υπόκρισιν επί πολύ» πρβλ. Λόγο Θ, ι.
[94] « Έκρυψαν υπερήφανοι παγίδα μοι» (Ψαλ. 139, 5). «Σκοπός γάρ τώ δαίμονι τάς αυξητικάς τού πάθους ύλας προφάσει δήθεν...» «άλλα μέν τώ δοκείν υποτιθέμεναι, άλλα δέ αποβλέπουσαι» Λόγος Η, κδ, ι, β.
[95] Ιώβ, 1, 12 «αλλά αυτού μή άψη».
[96] Ησαίας 11, 6.
[97] Ησαίας 65, 25.
[98] «καί τυπτόμενος υπό μακροθυμίας» βλ. Λόγο Η, λα.
[99] «Γραφικός υφηγητής μνησικακία, πρός τήν ιδίαν διάθεσιν τά τού Πνεύματος αλληγορών λόγια» Λόγος Θ, θ.